- ἐπέρεισμα
- ἐπέρ-εισμα, ατος, τό,A support, foundation,
τὰ μαθηματικὰ ἐπὶ ταῖς ἰδέαις ἔχειν τὸ ἐ. Iamb.Comm.Math.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ μαθηματικὰ ἐπὶ ταῖς ἰδέαις ἔχειν τὸ ἐ. Iamb.Comm.Math.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.